καθείσεν

καθείσεν
καθεῖσεν
καθίζω
aB*
aor ind act 3rd sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καθεῖσεν — καθίζω aB* aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηιόεις — ἠϊόεις, εσσα, εν (Α) 1. (πιθ. ερμην.) αυτός που έχει ψηλές, απότομες όχθες («καθεῑσεν ἐπ ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει πολλά καλάμια, πλούσιος σε καλαμιώνες 3. πιθ. λιβάδι 4. αυτός που βρίσκεται ή που έρχεται κοντά στην ακτή.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”